- λησταρχείο
- τοτο καταφύγιο του λήσταρχου και της συμμορίας του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λησταρχείο — το (Μ λῃσταρχεῑον) [λήσταρχος] το καταφύγιο τού ληστάρχου και τών ληστών τής συμμορίας του νεοελλ. μτφ. κατάστημα όπου γίνεται αισχροκέρδεια, υπερβολικά ακριβό κατάστημα … Dictionary of Greek
αρχείο — Στην αρχαιότητα ο όρος σήμαινε το μέρος όπου έδρευαν ή συνεδρίαζαν οι αρχές ή ακόμα και τις ίδιες τις αρχές (Αριστοτέλης). Αργότερα πήρε τη σημασία που έχει σήμερα, δηλαδή συλλογές δημόσιων ή ιδιωτικών εγγράφων καθώς και το μέρος όπου φυλάσσονται … Dictionary of Greek